- στημονίας
- στημον-ίας, ου, ὁ, (A
στήμων 11
) σ. κίκιννος a thread-like curl, Cratin. 353.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στήμων 11
) σ. κίκιννος a thread-like curl, Cratin. 353.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στημονίας — στημονίᾱς , στημονίας thread like masc acc pl στημονίᾱς , στημονίας thread like masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονίας — ὁ, Α φρ. «στημονίας κίκιννος» βόστρυχος όμοιος με κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + επίθημα ίας (πρβλ. οστρακ ίας)] … Dictionary of Greek